vegetable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vegetable | vegetables |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vegetable (en)
- το λαχανικό
- (μεταφορικά) φυτό (άνθρωπος σε κατάσταση φυτού, λόγω εγκεφαλικής βλάβης)