veno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veno | venoj |
αιτιατική | venon | venojn |
veno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veno | venoj |
αιτιατική | venon | venojn |
veno (eo)