viscéral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- viscéral < λατινική visceralis
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viscéral | viscérals |
θηλυκό | viscérale | viscérales |
viscéral (fr)
- σπλαγχνικός
- (μεταφορικά) (για συναισθήματα) εσωτερικός και έντονος