vojaĝanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojaĝanto | vojaĝantoj |
αιτιατική | vojaĝanton | vojaĝantojn |
vojaĝanto (eo)
- ο ταξιδιώτης, αυτός που ταξιδεύει