wade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wade | wades |
wade (en)
- βάδισμα σε νερό
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wades |
αόριστος | waded |
παθητική μετοχή | waded |
ενεργητική μετοχή | wading |
wade (en)
- περπατάω μέσα στα νερά με κάποια δυσκολία
- (μεταφορικά) προχωράω με δυσκολία