young

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός young
συγκριτικός younger
υπερθετικός youngest

Ετυμολογία [επεξεργασία]

young < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική yong < αγγλοσαξονική geong < πρωτογερμανική *jungaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂yuh₁en-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /jʌŋ/

Επίθετο[επεξεργασία]

young (en)

  • νέος, νεαρός, μικρός σε ηλικία
    a group of young people - ομάδα νέων
    You are too young to drive a car!
    Είσαι πολύ μικρός για να οδηγήσεις αυτοκίνητο!
     συνώνυμα:  little και small

Συνώνυμα[επεξεργασία]

δείτε επίσης

Αντώνυμα[επεξεργασία]

επίσης:

Συγγενικά[επεξεργασία]