'll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
'll (en) (εγκλιτικό, ανεπίσημο)
- θα
- ↪ This cream'll (will) do wonders for your skin.
- Αυτή η κρέμα θα κάνει θαύματα για το δέρμα σας.
- ↪ This cream'll (will) do wonders for your skin.