'll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

'll: συναίρεση του will ή shall

Ρήμα[επεξεργασία]

'll (en) (εγκλιτικό, ανεπίσημο)

  • θα
    This cream'll (will) do wonders for your skin.
    Αυτή η κρέμα θα κάνει θαύματα για το δέρμα σας.

Σύνθετα[επεξεργασία]