échafaud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échafaud | échafauds |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
échafaud (fr) θηλυκό
- το βήμα πάνω στο οποίο γίνονται οι εκτελέσεις καταδικασμένων (λέγεται για την λαιμητόμο)
- finir sur l'échafaud - τελειώνω τις μέρες μου πάνω στη λαιμητόμο
- monter à l'échafaud - ανεβαίνω για να εκτελεστώ