λαιμητόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαιμητόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λαιμητόμος (επίθετο) λαιμ(ός) + -η- + -τόμος ( < τέμνω) < αρχαία ελληνική λαιμοτόμος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /le.miˈto.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαι‐μη‐τό‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαιμητόμος θηλυκό
- (ιστορία) ο μηχανισμός για την εκτέλεση καταδικασμένων σε θάνατο που αποτελείται από μία βάση μέσα στην οποία στερεώνεται το κεφάλι του μελλοθάνατου και μια μεγάλη λεπίδα που κατεβαίνει και του κόβει το κεφάλι
- ⮡ ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ' και η γυναίκα του οδηγήθηκαν στη λαιμητόμο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαιμητόμος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λαιμητόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λαιμητόμος | τὸ | λαιμητόμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | λαιμητόμου | τοῦ | λαιμητόμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | λαιμητόμῳ | τῷ | λαιμητόμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λαιμητόμον | τὸ | λαιμητόμον | ||
κλητική ὦ! | λαιμητόμε | λαιμητόμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | λαιμητόμοι | τὰ | λαιμητόμᾰ | ||
γενική | τῶν | λαιμητόμων | τῶν | λαιμητόμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | λαιμητόμοις | τοῖς | λαιμητόμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | λαιμητόμους | τὰ | λαιμητόμᾰ | ||
κλητική ὦ! | λαιμητόμοι | λαιμητόμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαιμητόμω | τὼ | λαιμητόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαιμητόμοιν | τοῖν | λαιμητόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαιμητόμος < αρχαία ελληνική λαιμοτόμος, με λαιμ(ός) + -η- + -τόμος ( < τέμνω)
Επίθετο
[επεξεργασία]λαιμητόμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ελληνιστικός τύπος του αρχαίου λαιμοτόμος
Πηγές
[επεξεργασία]- λαιμητόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαιμητόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -η- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τόμος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)