éclairé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclairé | éclairés |
θηλυκό | éclairée | éclairées |
Επίθετο[επεξεργασία]
éclairé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclairé | éclairés |
θηλυκό | éclairée | éclairées |
éclairé (fr)