éclusée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éclusée éclusées

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

éclusée (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη écluse