écritoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écritoire < escritorie, «γραφείο μελετών» < μεσαιωνική λατινική scriptorium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
écritoire | écritoires |
écritoire (fr) αρσενικό