égalable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
égalable égalables

Επίθετο[επεξεργασία]

égalable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να εξισωθεί
     αντώνυμα: inégalable

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη égaler