égalitaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- égalitaire < égalité
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
égalitaire | égalitaires |
égalitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (πολιτική) που στοχεύει την απόλυτη ισότητα σε πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, εξισωτικός