élastique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élastique | élastiques |
élastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
élastique | élastiques |
élastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό