éloignement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- éloignement < éloigner
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.lwaɲ.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
éloignement | éloignements |
éloignement (fr) αρσενικό
- το καταναγκαστικό μέτρο με το οποίο απομακρύνεται κάποιος
- η απομάκρυνση
- η απόσταση
- (παρωχημένο) η αντιπάθεια, η απέχθεια