éloignement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

éloignement < éloigner

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.lwaɲ.mɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éloignement éloignements

éloignement (fr) αρσενικό

  1. το καταναγκαστικό μέτρο με το οποίο απομακρύνεται κάποιος
  2. η απομάκρυνση
  3. η απόσταση
  4. (παρωχημένο) η αντιπάθεια, η απέχθεια

Συγγενικά[επεξεργασία]