élucubration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- élucubration < λατινική elucubratio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ly.ky.bʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élucubration | élucubrations |
élucubration (fr) θηλυκό