épingle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épingle | épingles |
épingle (fr) θηλυκό
- η καρφίτσα
ενικός | πληθυντικός |
épingle | épingles |
épingle (fr) θηλυκό