épingle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pɛ̃ɡl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épingle épingles

épingle (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]