Μετάβαση στο περιεχόμενο

étable

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
étable étables

étable (fr) θηλυκό