étable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étable | étables |
étable (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
étable | étables |
étable (fr) θηλυκό