évacuateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό évacuateur évacuateurs
θηλυκό évacuatrice évacuatrices

évacuateur (fr)

  1. (για ύδατα) εκκενωτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
évacuateur évacuateurs

évacuateur (fr) αρσενικό

  1. σύστημα εκκένωσης των υδάτων ενός φράγματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη évacuer