évacuateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évacuateur | évacuateurs |
θηλυκό | évacuatrice | évacuatrices |
évacuateur (fr)
- (για ύδατα) εκκενωτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
évacuateur | évacuateurs |
évacuateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη évacuer