εκκένωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκένωση οι εκκενώσεις
      γενική της εκκένωσης* των εκκενώσεων
    αιτιατική την εκκένωση τις εκκενώσεις
     κλητική εκκένωση εκκενώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκενώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκένωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκκένω(σις) + -ση < ἐκ- + αρχαία ελληνική κένωσις < κενόω / κενῶ < → και δείτε τη λέξη κενός. Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + κένωση.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈce.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κέ‐νω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκκένωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]