évaluationnite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
évaluationnite | évaluationnites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
évaluationnite (fr) θηλυκό
- νεολογισμός που εκφράζει την επίμονη αξιολόγηση των μαθητών σε όλα τα επίπεδα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη évaluer