évasion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
évasion | évasions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
évasion (fr) θηλυκό
- η απόδραση
- η δραπέτευση
- η φυγή
- η διαρροή
Δείτε επίσης : evasion |
ενικός | πληθυντικός |
évasion | évasions |
évasion (fr) θηλυκό