évitage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
évitage évitages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

évitage (fr) αρσενικό

  1. κίνηση ενός πλοίου για να αποφύγει έναν κίνδυνο
  2. ο χώρος που χρειάζεται για να γίνει η παραπάνω κίνηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]