ĉarlatanaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarlatanaĵo | ĉarlatanaĵoj |
αιτιατική | ĉarlatanaĵon | ĉarlatanaĵojn |
ĉarlatanaĵo (eo)