ĉarumo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarumo | ĉarumoj |
αιτιατική | ĉarumon | ĉarumojn |
ĉarumo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarumo | ĉarumoj |
αιτιατική | ĉarumon | ĉarumojn |
ĉarumo (eo)