ĉielarko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉielarko | ĉielarkoj |
αιτιατική | ĉielarkon | ĉielarkojn |
ĉielarko (eo)
- το ουράνιο τόξο