ĝardenumado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝardenumado | ĝardenumadoj |
αιτιατική | ĝardenumadon | ĝardenumadojn |
ĝardenumado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝardenumado | ĝardenumadoj |
αιτιατική | ĝardenumadon | ĝardenumadojn |
ĝardenumado (eo)