łatwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
łatwo (pl) , συγκριτικός : łatwiej, υπερθετικός : najłatwiej
łatwo (pl) , συγκριτικός : łatwiej, υπερθετικός : najłatwiej