łatwo
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]łatwo (pl) , συγκριτικός : łatwiej, υπερθετικός : najłatwiej
łatwo (pl) , συγκριτικός : łatwiej, υπερθετικός : najłatwiej