ŝtalfabriko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtalfabriko | ŝtalfabrikoj |
αιτιατική | ŝtalfabrikon | ŝtalfabrikojn |
ŝtalfabriko (eo)
- το χαλυβουργείο