ŝtata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtata | ŝtataj |
αιτιατική | ŝtatan | ŝtatajn |
ŝtata (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtata | ŝtataj |
αιτιατική | ŝtatan | ŝtatajn |
ŝtata (eo)