ŝtelisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʃteˈlis.to/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtelisto | ŝtelistoj |
αιτιατική | ŝteliston | ŝtelistojn |
ŝtelisto (eo)
- ο κλέφτης
- ⮡ Ŝtelisto ŝteliston ne perfidas. → λείπει η μετάφραση
- ⮡ Tio ĉi estas la densa dorna arbustaro kie la ŝtelistoj ĵetis la aĵojn kiujn ili kolektis. → λείπει η μετάφραση