Αεφώς
Εμφάνιση
Ποντιακά (pnt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αεφώς < συγκοπή του Άεν φως < → δείτε τις λέξεις άεν και φως • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αεφώς ουδέτερο
- (χριστιανισμός) το Άγιο Πνεύμα· (κυριολεκτικά) άγιο φως
- ※ Σον Ιορδανοπόταμον ο ουρανόν ενοί(γ)εν | και τ' Αεφώς άμον πουλίν σον Χριστόν εκατήβεν (λαϊκό δίστιχο των Θεοφανείων)