Αζαρίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αζαρίας < αρχαία ελληνική Ἀζαρίας, απόδοση του εβραϊκού ονόματος Azariah (עֲזַרְיָה) που σήμαινε "Ο Θεός βοήθησε"
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αζαρίας αρσενικό
- ανδρικό όνομα που έφεραν πολλά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης
- Βασιλιάς των Ιουδαίων κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα
- Ένας από τους τρεις παίδες εν καμίνω που μαζί με τον προφήτη Δανιήλ ρίχτηκαν στην πυρά και κατά την παράδοση σώθηκαν -κατά μία άποψη ταυτίζεται με τον Αβδεναγώ