Δανιήλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δανιήλ < ελληνιστική κοινή Δανιήλ, απόδοση από την εβραϊκή του ονόματος דניּאל (daniyél) που σήμαινε "Κριτής μου είναι ο Θεός"
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δανιήλ αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- Ιουδαίος προφήτης που έζησε πιθανόν κατά τον 6-7ο αιώνα π.Χ. και στον οποίο αποδίδεται ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
- (θρησκεία) εικοστό έβδομο βιβλίο της Βίβλου, αποτελούμενο από δώδεκα κεφάλαια.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Δανιήλ (μετάφραση των Εβδομήκοντα στη Βικιθήκη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όνομα Δανιήλ
Βιβλίο Παλαιάς Διαθήκης
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
- Δανιήλ < → δείτε τη λέξη Δανιήλ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δανιήλ αρσενικό άκλιτο
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -ήλ (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -ήλ (ελληνιστική κοινή)
- Ανδρικά ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Βιβλικά ονόματα (ελληνικά)