Ιουδαίος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Ιουδαίος | Ιουδαίοι |
γενική | Ιουδαίου | Ιουδαίων |
αιτιατική | Ιουδαίο | Ιουδαίους |
κλητική | Ιουδαίε | Ιουδαίοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιουδαίος < αρχαία ελληνική Ἰουδαῖος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.u.ˈðɛ.ɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ιουδαίος αρσενικό (θηλυκό: Ιουδαία)
- (εθνικό) (στην αρχαιότητα) αυτός που ανήκε στο εβραϊκό έθνος, ιδιαίτερα ο πολίτης του βασιλείου του Ιούδα σε αντίθεση με τους Σαμαρείτες
- ο πιστός του ιουδαϊσμού