Ισραηλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ισραηλίτης αρσενικό (θηλυκό Ισραηλίτισσα)
- (εθνικά ονόματα) απόγονος του Ισραήλ
- αυτός που ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα και θρησκεία