Ατματσιάδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ατματσιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Ατματσιάδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ατματσιάδου θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Ατματσιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Ατματσιάδης