Βασάλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βασάλος < τουρκική vassal (υποτέλεια) + -ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βασάλος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Βασάλος σελ.119 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.