Βατήδων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaˈti.ðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐τή‐δων
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Βατήδων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του Βατής