ΓΔ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΓΔ <  :
  1. Γενική Διεύθυνση
  2. Γενικός Διευθυντής

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Γ.Δ. αρκτικόλεξο

  1. θηλυκό άκλιτο υπηρεσία ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  2. αρσενικό άκλιτο ο προϊστάμενος μιας από τις προηγούμενες υπηρεσίες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]