Γκλιγκόροφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Γκλιγκόροφ < μεταγραφή για τη βουλγαρική Глигороф (Gligórov)· μορφολογικά αναλύεται σε Γκλιγκόρ + -οφ
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Γκλιγκόροφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Γκλιγκόροβα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Γκριγκόροφ
- Γκλίγκοροφ (σλαβομακεδονικό επώνυμο)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Γκλιγκόροφ < μεταγραφή για τη σλαβομακεδονική Глигороф (Glígorov, Γκλίγκοροφ)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Γκλιγκόροφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Γκλιγκόροβα)
- το σλαβομακεδονικό ανδρικό επώνυμο Γκλίγκοροφ με λανθασμένο τονισμό