Δαμιανού
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δαμιανού < γενική ενικού του αρσενικού Δαμιανός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δαμιανού θηλυκό (αρσενικό Δαμιανός)
Δαμιανού θηλυκό (αρσενικό Δαμιανός)