ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
+ ετυμ |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{grc}} : [[ἀσθενής]] |
||
{{-ουσ-|el}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}} |
Αναθεώρηση της 14:19, 26 Μαρτίου 2008
- ασθενής < αρχαία ελληνικά : ἀσθενής
Πρότυπο:-ουσ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό
- Ο άρρωστος, που πάσχει από μία ασθένεια.
Πρότυπο:-επιθ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο
- Που είναι άρρωστος.
- Οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά.
- Αδύναμος.
- Το ασθενές φύλο.
|