fonds: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
{{fr-κλίσ-idem}}
{{fr-κλίσ-idem}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
# το [[κεφάλαιο]]
# το [[κεφάλαιο]], το [[ταμείο]], το [[απόθεμα]]


===={{ομώνυμα}}====
===={{ομώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 18:29, 23 Αυγούστου 2011

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
fonds fonds

fonds (fr) αρσενικό

  1. το κεφάλαιο, το ταμείο, το απόθεμα

Ομώνυμα / Ομόηχα