fonds: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:fonds
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
[[nl:fonds]]
[[nl:fonds]]
[[no:fonds]]
[[no:fonds]]
[[pl:fonds]]
[[ru:fonds]]
[[ru:fonds]]
[[vi:fonds]]
[[vi:fonds]]

Αναθεώρηση της 10:07, 1 Νοεμβρίου 2011

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
fonds fonds

fonds (fr) αρσενικό

  1. το κεφάλαιο, το ταμείο, το απόθεμα

Ομώνυμα / Ομόηχα