fonds: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη de
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
* [[fond]]
* [[fond]]


[[de:fonds]]
[[en:fonds]]
[[en:fonds]]
[[fr:fonds]]
[[fr:fonds]]

Αναθεώρηση της 13:23, 18 Μαρτίου 2013

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
fonds fonds

fonds (fr) αρσενικό

  1. το κεφάλαιο, το ταμείο, το απόθεμα

Ομώνυμα / Ομόηχα