άδικο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ)
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 65: Γραμμή 65:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|αδικο}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[ru:άδικο]]
[[ru:άδικο]]

Αναθεώρηση της 22:18, 20 Μαΐου 2013

Δείτε επίσης: -άδικο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άδικος

Ουσιαστικό

άδικο ουδέτερο

  1. άδικη πράξη, αδικία
    με πνίγει το άδικο
  2. έχω άδικο: κάνω λάθος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις