κολατσιό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[fr:κολατσιό]] |
[[fr:κολατσιό]] |
Αναθεώρηση της 11:35, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κολατσιό < μεσαιωνική ελληνική κολατσιό ή κολατσό ή κολατσίον < Πρότυπο:ετυμ vec colazione
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κολατσιό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- κάτι πρόχειρο που τρώγεται μεταξύ των κυρίως γευμάτων