κολατσίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολατσίζω < κολατσιό + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική κολατσιό / κολατσίον < βενετική colazion / ιταλικά colazione < λατινική collatio < confero < fero

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.laˈt͡si.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λα‐τσί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κολατσίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]